- ερπτόν
- ἑρπτόν, τὸ (Α)το ερπετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετόν με συγκοπή τού άτονου ε].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρπτόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek